αεσ(σ)ίμαινα

αεσ(σ)ίμαινα
ἀεσ(σ)ίμαινα, η (Α)
κατά τον Ησύχιο, «ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινόμενη
θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα < ἀεσ(σ)ι- (ἄημι / *ἄω «φυσώ, πνέω», θ. αFε) + -μαινα (< ἐμάνην, μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”